- υδρόμυς
- (-υος) ο австралийская водяная крыса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόμυς — (hydromys). Γένος θηλαστικών τρωκτικών της οικογένειας των Μυϊδών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων ποντικών, που απαντούν στην Αυστραλία, κοντά σε ποταμούς, έλη ή στις ακτές των θαλασσών. Οι υ. έχουν μακρύ σώμα, πλατύ ρύγχος και πολύ μακριά… … Dictionary of Greek
υδρομυΐδες — οι, Ν [υδρόμυς] ζωολ. υποοικογένεια τρωκτικών τής Αυστραλίας και τής νοτιοανατολικής Ασίας, με τυπικό το γένος υδρόμυς … Dictionary of Greek